- μηνιαίᾳ
- μηνιαί̱ᾱͅ , μηνιαῖοςmonthlyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηνιαῖα — μηνιαῖος monthly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαία — μηνιαί̱ᾱ , μηνιαῖος monthly fem nom/voc/acc dual μηνιαί̱ᾱ , μηνιαῖος monthly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδην — Μηνιαία κοινωνιολογική εφημερίδα με εκδότη τον Πλάτωνα Δρακούλη (Αύγουστος 1885 – Ιούλιος 1887). Η εφημερίδα υποστήριξε απόψεις που συμπίπτουν με τις αρχές του νεότερου αναθεωρητικού σοσιαλισμού. * * * (AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. [αείρω] εκ… … Dictionary of Greek
Έλλην — Μηνιαία πολιτική επιθεώρηση, η οποία ιδρύθηκε το 1942 από τον Άγγελο Κασιγόνη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αργότερα μετατράπηκε σε εβδομαδιαία, με αρχισυντάκτη τον ποιητή Θεοδόση Πιερίδη. Η έκδοση συνεχίστηκε έως το 1946 … Dictionary of Greek
μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… … Dictionary of Greek
επιμήνιος — α, ο (AM ἐπιμήνιος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα 2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα 3. (το αρσ.… … Dictionary of Greek
Monthly Review — This article is about the American Marxist magazine. For the British periodical (1749–1845), see Monthly Review (London). … Wikipedia
Papaflessas — For the Greek municipality, see Papaflessas, Messenia. Papaflessas (Grigorios Dikaios). Papaflessas (Παπαφλέσσας; 1788 – 1825), born Grigorios Demetrios Flessas (Γρηγόριος Δημητρίου Φλέσσας), was a Greek patriot, priest, and government official… … Wikipedia
KALENDARIUM — quod vulgo Almanacum, vide supra Alinenach, Gr. Μηνιαῖα ὐπογραφὴ, singulos inenses eorumque dies anuotatos habet. Apud IC. accipitur etiam pro negotiatione nominum faciendorum: Kalendis enim pecunias foenori collocabant, et usuras exigebant, qua… … Hofmann J. Lexicon universale
εβδομαίος — α, ο (AM ἑβδομαῑος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται την έβδομη μέρα 2. έβδομος 3. (για πυρετό) αυτός που επανέρχεται κάθε έβδομη μέρα αρχ. 1. αυτός που έχει ηλικία επτά ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑβδομαῑον μηνιαία γιορτή προς τιμήν τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek